ΡΕΝΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ
Πλάκα
Ἅμα χρειάζωνται οἱ γιοί μου νὰ τοὺς βοηθήσω σὲ κάτι, σὲ καμμιὰ 'Εφορία νὰ ποῦμε, ποὺ τοὺς ταλαιπωρεῖ ἄδικα, ἢ σὲ καμμιὰν ἄλλην ὑπηρεσία κρατική, ἀπὸ κεῖνες ποὺ ὅλα τὰ θὲν δικά τους καὶ τίποτα δικό σου, «κανένα δικαίωμα ἐσύ» (γιὰ χὰρη τοῦ ὁποίου ὅμως ὑποτίθεται πὼς ὑπάρχουν – ἀλλ’ αὐτά ποιός «τὰ τρώει»; Τὸν ξέρουμε τώρα τὸν ἄθλιο τόπο μας! δέ μᾶς ξεγελάει τίποτα!), ἔ! συμφωνᾶν οἱ μασκαρᾶδες μου καὶ μοῦ 'ρχεται ὁ μεγάλος τους νὰ μοῦ γυρέψῃ νὰ πᾶμε νὰ λύσω τὸ ζήτημα! Δηλαδὴ αὐτὸς ἴσα – ἴσα μὲ παρακαλάει, πού πὰντα του μοῦ κολλὰει ἀντιστατικά γιὰ ὅλα, κ’ ἐγώ, ἀντὶ νὰ τὸν ἀγνοῶ, καθὼς θάπρεπε, ἀντιδρῶ θυμωμὲνος, νὰ μὲ πὰρῃ ὁ διὰολος! (Ὁ «πνευματικὸς ἄνθρωπος», πρέπει ὅλος ἀνοχή να 'ναι· κ’ ἐγὼ δυστυχῶς δὲν τὴν διαθέτω…)
Βάζουν λοιπὸν τὸν μεγάλο… Ἔτσι κ’ ἐκείνη τὴ φορά, ποὺ κάποια δίχως λόγο ἔχει φέρει μιὰ τυπικὴ ἀντίρρηση σὲ μιὰ φορολογική μας τακτοποίηση, ὁ μεγάλος μοῦρθε πρωί – πρωί καὶ μοῦ γύρεψε νὰ πᾶμε μαζί «στὴν ἠλίθια ποὺ τοῦ 'φαγε τὴ χτεσινὴ μὲρα γυρεύοντας κάτι ὅλως ἄχρηστο», γιατὶ ἐσένα» μοῦ λέει «σὲ ξέρουν ἀπὸ ἐκπομπές, καὶ σὲ λογαριάζουν, σκίζουντ’ ὅλοι κι ὅλες ἅμα σὲ βλέπουν», «εἶσαι τὸ παλληκάρι τους»!..
Πήγαμε.
- Μὰ τι λέτε;.. Ο γιός σας εἶναι, καὶ περιμένει ἀπόξω; ('Απ’ τὸ γκισέ της.) «'Ελᾶτε, ἐλᾶτε μέσα, κύριε 'Αποστολίδη!»
Καὶ τὸν μπάζει μέσα κι αὐτόν, παραγγέλνει καὶ γι’ αὐτόν πορτοκαλάδα χυμό, «λεμονάδα; ὅ,τι θέλετε! ἀλίμονο!» (Τά «ξινά τ’ ἀρέσουν καὶ τοῦ γιοῦ μου;.. Ὥραῖο αὐτό!.. Δέν τὸ καλόξερα! Αὐτὴ τὸ βρῆκε – τοῦ τόβγαλε!)
Εἶναι νόστιμη… Φοράει πέτσινη μαύρη φοῦστα – εἶναι κοντές αὐτές – κ’ ἔχει πράγματι ὡραῖες γάμπες… Θὰ κὰνῃ ἀσφαλῶς καὶ γυμναστική! Μπορεῖ κι ἀερομπίκ – γιατί ὄχι; μοιάζει νὰ τὸ λέῃ ἡ περδικοῦλα της… - κι ἀρχίζω κ’ ἐγώ νὰ τῆς λέω, μὲ τὸ μεγάλο μου γιὸ ἀπέναντί μου νὰ μὴν μπορῇ μπρός της νὰ μοῦ κάνῃ καὶ τὰ νοήματα πού θάθελε, νὰ πάψω νὰ κάνω τὸ κέφι μου, που αυτὸν πὰντα τὸν βασανίζει. (Σεμνὸ παιδί ὁ διάολος!)
- 'Έχετε ὡραῖες γάμπες! τῆς λέω… Π ο λ ύ ὡραῖες!.. Κι αὐτή πιά ἡ μαύρη φοῦστα π ο λ ύ σᾶς πὰει!.. Κοντή ἔτσι!.. Καὶ δέν εἶναι μόνο πούναι κοντή, ἀλλὰ ποὺ σκουραὶνει κιόλας στὴ σκοτεινιὰ παραμὲσα τὸ μπούτι βὲβαια,.. φίνο κι αὐτό τὸ φαντάζομαι.. –θὰ κάνετε ἴσως καὶ εἰδική γυμναστική.. –μὰ γιατί ὄχι; Νόστιμη γυναῖκα εἶστε, π ο λ ύ ν ό σ τ ι μ η ! 'Εγώ λέω πάντα τὴν ἀλήθεια ὅλη! (Αὐτή ’ν’ ἕτοιμη σχεδὸν νὰ γδυθῇ πιά, νὰ τὰ πετάξῃ ὅλ’ ἀπὸ πάνω της – κι ὁ γιός μου νὰ μή μπορῇ μπρός της νὰ μοῦ κάνῃ τὰ νοήματά του «νὰ πάψω, νὰ σταματήσω αὐτή την πλάκα» πού τοῦ φέρνει ἄγχος!..)
Κ’ ἐγὼ νὰ συνεχίζω, μὲ δυναμωνόμενο σταθερά τὸ κέφι μου:
- Βέεεβαια!.. Κι αὐτή ἡ σκοτεινιὰ παραμέσα, ποὺ ὅλο καὶ σκουραίνει,.. β α θ α ί ν ε ι !.. Ἄ, μά! Γιατί ὄχι; Ὅλα τὰ ὡραῖα στὴ ζωή, ἀφοῦ εἶν’ ὡραῖα, γιατί νὰ μήν τὰ χαίρεται κανείς;..
Κ’ εἶναι διπλᾶ ὡραῖα, συναρπαστικά, ὅταν ΤΑ ΛΕῌ κιόλας, ἔ; Γιατὶ ὅλα στὸ ν ο ῦ εἶναι, ὁ ν ο ῦ ς φταίει γιὰ ὅλα! Δέν εἶναι στὸ «χέρι» ἁπλῶς! Στήν ἁφή τώρα, στὰ σοβαρά; Ἡ ἁφή δέν εἶναι τίποτα! Ὁ ν ο ῦ ς εἶναι! Α ὐ τ ό ς εἶναι ὁ «ἁμαρτωλός» -ἤ κι «ἀρματωλός», πᾶρτε τ’ ὅπως θέλετε, τὸ ἴδιο κάνει ἐντέλει! Τί «ἁμαρτία» τί ἄρματα! Αὐτός εἶν’ ὁ γενικὸς σκηνοθέτης, σκηνογράφος, σεναρίστας, δημιουργὸς τῶν πάντων, ὅλων τῶν ὡραίων, καὶ τόσο πιό ὡραίων, αὐτός ὁ «ἀχρεῖος», ὁ «βρωμόμαγκας», ὅ τ α ν τ ὰ λ έ ῃ κιόλας, τ ὰ ὀ ν ο μ ά ζ ε ι, ἔ;.. Μεγάλο πρᾶγμα τό ὀ ν ο μ ά ζ ε ι ν !
Δέ βρίσκετε;..
Ἔ! Εἶναι πιὰ ἕτοιμη νὰ γ δ υ θ ῇ λοιπόν! Ἐκεῖ μπροστά στό γιό μου! Χάρις στὸ τρομερό αὐτό ὀ ν ο μ ά ζ ε ι ν ! . .
Τῆς τὰ ὀνομάζω λοιπὸν κ’ ἐγώ!
Προοδευτικά, ὅλα!.. Συνέχεια!..
Κι ὅσο πάω π ι ό π ο λ ύ β α θ α ί ν ω!
Ἀνήλεα!.. «Πρόστυχα»!
Καὶ τ ὸ ξ έ ρ ε ι – καὶ τ ὸ θ έ λ ε ι!
Ἄλλο τὸ νὰ τὸ κάνῃς, ἁπλῶς, κι ἄλλο τὸ ν ὰ τ ὸ ξ έ ρ ῃ ς κ ι ό λ α ς α ὐ τ ὸ π ο ὺ κ ά ν ε ι ς – καὶ νὰ τὸ ξέρῃς ὅτι τ ὸ ξ έ ρ ε ι ς!.. Αὐτὸ φτάνει στὴν τρέλλα πιά!.. Κ’ η τρέλλα ὅτι τ ὸ ξ έ ρ ε ι ς π ώ ς « τ ὸ ξ έ ρ ε ι ς» - ἔ, τοῦτο εἰν’ ἡ δυνατώτερη εξωφρενικὴ ἀπόλαυση! Λύσσα, πραγματική!
Κι αὐτή τώρα δινότανε σὲ δαύτη, μ’ ὅλα της τὰ γκάζια καὶ τη μηχανή πυρωμένη, τὸ πόδι πατημένο τέρμα, σανιδωμένο!, ν ὰ τ ὸ κ ά ν ῃ ἔ ξ α λ λ α, ξ έ ρ ο ν τ ά ς τ ο π ὼ ς Τ Ο Κ Α Ν Ε Ι ! μὲ τὸν ξετρελλαμένο νοῦ ὅλον σ’ αὐτό: «ν ὰ τ ὸ κ ά ν ῃ ! ν ὰ τ ὸ κ ά ν ῃ παράφορα !» θ έ λ ο ν τ ά ς τ ο α π ό λ υ τ α τὸ καυτό « ἀ π α γ ο ρ ε υ μ έ ν ο τ η ς»!
Ὤ, ρέ, τρέλλα!
Κι ὁ γιός μου νὰ μήν ξέρῃ πῶς νὰ μὲ σταματήσῃ ἀπέναντί μου ὁ σεμνότυφος – πού κι ὁ ἴδιος ἔτσι τὸ ἀπολάμβανα, σκασμένος στὰ γέλοια μέσα μου, κ ά ν ο ν τ ά ς τ η ς τ ο μὲ τὸν τρομερὸ νοῦ, τὸν πυροδότη τῶν πάντων!