Φάνης το φάντασμα
Κάθε πρωί τον έβλεπα από το γραφείο. Ερχόταν εννιά παρά τέταρτο ακριβώς, τσουλώντας πάντα ένα ποδήλατο που ποτέ δεν καβαλούσε. Ήταν πολύ αδύνατος, γύρω στα σαράντα, με μουσάκι και γυαλιά. Το πρόσωπό του θαμπό, θολό και αποστεωμένο, θύμιζε φιγούρα βυζαντινής εικόνας. Έδενε το ποδήλατο σε μια κολώνα, κλείδωνε την κλειδαριά και δοκίμαζε το κλείσιμο τραβώντας το με δύναμη.
Στηνόταν στο περίπτερο κι άρχιζε να διαβάζει πρώτα τις κρεμασμένες εφημερίδες. Έκανε ακροβατικά γυρνώντας ανάποδα όταν έπρεπε να διαβάσει το πίσω της εφημερίδας. Με μεγάλη προσοχή, μην κάνει καμιά ζημιά, χαλάρωνε τα μανταλάκια για να διαβάσει και το εσωτερικό.
Ο περιπτεράς δυσανασχετούσε. Μια μέρα την ψώνισε άγρια. Άρχισε να φωνάζει. Δεν ήθελε να του δημιουργεί προβλήματα με τους πελάτες. Αφού συζήτησαν δέχθηκε να τον αφήνει. Όμως, μόλις ερχόταν κάποιος πελάτης για εφημερίδα ή περιοδικό, ήξερε κι έκανε στο πλάι. Και μετά συνέχιζε το διάβασμα. Διάβαζε τα πάντα. Μετά τα ξαναδιάβαζε. Δωδεκάμισι ακριβώς, σταματούσε το διάβασμα, ξεκλείδωνε το ποδήλατο και έφευγε τσουλώντας το.
Κάθε μέρα τον έβλεπα να ακολουθεί σταθερά το πρόγραμμά του. Ένα πρωί, πάλι εννιά παρά τέταρτο, τον συνάντησα στο περίπτερο. Δεν άντεξα.
«Σου αρέσει πολύ το διάβασμα;» ρώτησα.
«Ναι πολύ» απάντησε κοφτά.
«Τι διαβάζεις;»
«Τα πάντα» αποκρίθηκε και αναθάρρησε.
«Εφημερίδες, περιοδικά, διαφημιστικά φυλλάδια, βιβλία» συνέχισε τραυλίζοντας περίεργα.
«Και που βρίσκεις τα βιβλία;»
«Έχω πολλά. Αλλά βρίσκω κι άλλα πολλά στα σκουπίδια. Υπάρχουν θησαυροί στα σκουπίδια. Κάθε βράδυ ψάχνω στους κάδους...» συνέχισε με προφορά αστεία.
«Πως σε λένε;»
«Φάνη» είπε κοφτά κι έστρεψε το βλέμμα του στο πρωτοσέλιδο της πρώτης στη σειρά κρεμασμένης εφημερίδας...
Ένα βράδυ τον είδα από μακριά να περνάει από την πλατεία της μητρόπολης τσουλώντας πάλι το ποδήλατο. Οι πιτσιρικάδες της πλατείας έπαιζαν στο βάθος. Μόλις τον είδαν άρχισαν την καζούρα. Σαν σε κερκίδα άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά:
«Φα φα φάντασμα. Φα φα φάντασμα...»
Κι ύστερα τραγουδούσαν, πετώντας του ό,τι έβρισκαν:
«Φάνης ο μεγάλος, δεν υπάρχει άλλος...»
Είδα τον Φάνη τρομοκρατημένο, να φεύγει παραμιλώντας και τρέχοντας, τσουλώντας πάντα το ποδήλατο. Δεν τον πρόλαβα. Πρόλαβα όμως τους πιτσιρικάδες της πλατείας.
«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησα.
«Είναι ο Φάνης το φάντασμα. Ένας βρομιάρης τρελός, με αστεία φάτσα. Ψάχνει στα σκουπίδια και μαζεύει βιβλία. Κουβαλάει πάντα ποδήλατο, χωρίς να το καβαλάει. Τόσο τρελός είναι...» είπαν.
Αγρίεψα κι άρχισα να φωνάζω:
«Αν τον ξαναπειράξετε θα ’χετε να κάνετε μαζί μου. Αλλοίμονό σας.»
Οι πιτσιρικάδες σκόρπισαν με σκυμμένα τα κεφάλια.
Το άλλο πρωί, εννιά παρά τέταρτο είδα τον Φάνη μπροστά στο περίπτερο.
«Ευχαριστώ για χθες» είπε και μου ’δωσε μια σακούλα με βιβλία. «Πάρ’ τα, τα έχω διπλά. Είναι πολύ καλά» είπε με γλώσσα μπερδεμένη.
«Εγώ ευχαριστώ» είπα παίρνοντας τη σακούλα.
«Αυτά τα κωλόπαιδα πολύ με πειράζουν» συνέχισε.
«Αφού ξέρεις ότι σε πειράζουν γιατί πηγαίνεις από ’κει;» ρώτησα.
Δεν απάντησε. Γύρισε το βλέμμα του στις κρεμασμένες εφημερίδες κι άρχισε το διάβασμα. Σαν να ήθελε να μου δείξει, ότι όσο τον τρομοκρατούσε, άλλο τόσο και του άρεζε το πείραγμα των πιτσιρικάδων…
Όσο περνούσαν οι μήνες ο Φάνης άρχισε να βγαίνει από το καθιερωμένο πρόγραμμά του. Δεν ερχόταν ακριβώς εννιά παρά τέταρτο στο περίπτερο κι ούτε έφευγε δωδεκάμισι. Δεν διάβαζε όπως παλιά, δεν μιλούσε σε κανέναν. Έχασε κιλά, το πρόσωπό του αγρίεψε. Φαινόταν να υποφέρει. Τον έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα, ψηλά απ’ το γραφείο, να βυθίζεται. Ένα πρωινό δεν άντεξα. Κατέβηκα να του μιλήσω. Είδα να’ χει στοιβαγμένες πάνω στο ποδήλατο σακούλες και διάφορα άλλα, μάλλον μαζεμένα από τα σκουπίδια. Κι αυτός σε άθλια κατάσταση. Βρομούσε σκουπιδίλα, ιδρώτα, κι απλυσιά μαζί. Με είδε κι αποτραβήχτηκε.
«Χαθήκαμε ρε Φάνη. Πως περνάς;» είπα.
Δεν απάντησε και γύρισε, βαριανασαίνοντας, το βλέμμα, στις κρεμασμένες εφημερίδες.
«Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι» επανήλθα.
Από την έκφραση του προσώπου του, κατάλαβα ότι άκουσε αυτό που είπα. Όμως δεν γύρισε να με δει.
«Χίλια συγνώμη ρε Φάνη. Αλλά μήπως πρέπει να σε δει κάποιος γιατρός;» είπα φεύγοντας. Δεν απάντησε, αλλά ένιωθα το βλέμμα του να με ακολουθεί όσο απομακρυνόμουν...
Στους επόμενους δύο-τρεις μήνες ο Φάνης έκοψε και το περίπτερο. Τα πρωινά δεν εμφανιζόταν πια εκεί. Κάποια βράδια τον έβλεπα από μακριά, να σκαλίζει τους κάδους σκουπιδιών. Άνοιγε το καπάκι και σχεδόν βουτούσε μέσα ολόκληρος, ψάχνοντας τους «πολύτιμους» θησαυρούς του. Μπορεί να έμενε έτσι, βουτηγμένος στον κάδο, ώρα πολλή, αγκαλιά με τα σκουπίδια και τις γάτες να χοροπηδάνε πάνω του. Δεν τον ξαναπλησίασα ούτε του ξαναμίλησα...
Απότομα ο Φάνης χάθηκε. Δεν τον ξανασυνάντησα. Ούτε στο περίπτερο εμφανιζόταν τα πρωινά ούτε στους κάδους σκουπιδιών τα βράδια. Ομολογώ πως μου έλειψε η εξωκόσμια μορφή του. Ειδικά τον καιρό που ήταν τακτικός καθημερινός λαθραναγνώστης των αναρτημένων εφημερίδων στο περίπτερο, κάτω απ’ το γραφείο. Ένιωθα σαν να ήμουν εξαρτημένος από την εμμονική αλλόκοτη παρουσία του, σαν να ’παιρνα ρυθμό από το πρόγραμμά του. Σκεφτόμουν ότι μπορεί να έφυγε απ’ την πόλη, να πήγε να μείνει σε τίποτα συγγενείς που μένουν αλλού. Πάντως είχα την έννοια του. Μακάρι να μπορούσα να βοηθήσω...
Σε έναν χρόνο, τον είδα βράδυ τυχαία στον δρόμο, κοντά στην πλατεία της μητρόπολης. Για πρώτη φορά τον είδα να είναι καβάλα στο ποδήλατο. Οι πιτσιρικάδες της πλατείας έπαιζαν στο βάθος χωρίς να ασχολούνται μαζί του.
«Γεια σου ρε Φάνη» φώναξα.
Κατέβηκε απ’ το ποδήλατο και ήρθε κοντά μου. Ήταν καθαρός και περιποιημένος. Το πρόσωπό του λιγότερο θαμπό. Το βλέμμα του λιγότερο θολωμένο. Με πλησίασε με όρεξη για κουβέντα.
«Τι κάνεις ρε ψυχή; Χάθηκες απ’ την πιάτσα. Που βρίσκεσαι;» είπα.
«Ξέρεις πήγα στο γιατρό, όπως μου είπες. Κάτι για ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και κάτι άλλα ακαταλαβίστικα έλεγε ο γιατρός» είπε με γλώσσα καθαρή χωρίς να τραυλίζει. «Παίρνω φάρμακα. Θεραπεύτηκα. Είμαι πολύ καλά τώρα. Πλένομαι. Είμαι καθαρός. Καβαλάω και το ποδήλατο. Δεν το τσουλάω. Δεν μαζεύω πια απ’ τα σκουπίδια» συνέχισε. «Θεραπεύτηκα, θεραπεύτηκα» έλεγε και ξανάλεγε σαν να ήθελε πρώτα-πρώτα να πείσει τον εαυτό του γι’ αυτό.
«Μπράβο ρε Φάνη. Χαίρομαι πολύ. Το διάβασμα πως πάει;» ρώτησα.
Το πρόσωπό του άλλαξε. Σκέφτηκα μήπως κάτι απ’ αυτά που είπα τον πείραξε. Άρχισε να μιλάει κομπιάζοντας.
«Δεν μπορώ πππια να συγκεντρωθώ και να δδδιαβάσω. Θέλω πππολύ αλλά δεν μπορώ. Μμμόλις άρχισα τα φάρμακα, κόπηκαν όλα. Πππερίμενε εδώ. Έρχομαι σε λλλίγο» απάντησε.
Ανέβηκε στο ποδήλατο και έφυγε με ορθοπεταλιά. Γύρισε σε πέντε λεπτά με δύο μεγάλες σακούλες βιβλία.
«Παρ’ τα είναι για σένα. Παρ’ τα μ’ όλη μου την καρδιά. Εγώ δεν μπορώ...» είπε με παράπονο.
«Θεραπεύτηκα, αλλά τώρα δεν μπορώ να διαβάσω» είπε με φωνή πνιχτή.
«Είπες στον γιατρό γι’ αυτό;» ρώτησα.
«Όχι. Αλλά λες να υπάρχει άλλο φάρμακο, που να μου φέρει πίσω την όρεξη για διάβασμα;»
«Όλα είναι πιθανά ρε Φάνη. Συζήτα το με τον γιατρό».
Το πρόσωπό του έλαμψε μονομιάς.
«Καλά λες. Θα πάω πάλι στο γιατρό. Μπορεί να βρεθεί λύση. Τι στον διάολο; Tόσα φάρμακα υπάρχουν. Δεν θα υπάρχει ένα και για μένα;… Είναι βαριά η ζωή χωρίς διάβασμα. Δεν υποφέρεται εύκολα» είπε, δίνοντάς μου τις σακούλες με τα βιβλία.
«Πάρε τα βιβλία. Δεν θα μου λείψουν. Έχω πολλά. Σ’ ευχαριστώ για ό,τι έκανες για μένα, μέχρι τώρα» είπε.
«Μα δεν έκανα τίποτα» απάντησα.
«Έκανες πάρα πολλά. Τόσα χρόνια, για τα κωλόπαιδα της πλατείας, ήμουν ο Φάνης το φάντασμα. Για όλους τους άλλους στην πόλη, δεν υπήρχα. Μόνο για σένα δεν ήμουν αόρατος. Ήμουνα κάποιος. Δεν το’ δειχνα, δεν το’ λεγα, αλλά μ’ έκανες να ’χω την ανάγκη, να νιώθω κάθε βλέμμα σου και ν’ ακούω κάθε λέξη σου. Κι εσύ, μου μιλούσες και με πλησίαζες πάντα. Δεν το ξεχνάω. Ευχαριστώ πολύ» είπε με μάτια υγροκόκκινα.
«Κι ούτε που ξέρω τ’ όνομά σου» συνέχισε ο Φάνης. «Αλήθεια ρε συ. Πως είπαμε πως σε λένε;»...